Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χωνεύτρα — η, Ν καταβόθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωνεύω + επίθημα τρα (πρβλ. πλανεύ τρα)] … Dictionary of Greek
χωνεύτρα — η καταβόθρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)